- εὐέρκτης
- εὐέρκτης, ου, ὁ, poet. for εὐεργέτης, AP9.92 (Antip. Thess.), BCH 23.302 ([place name] Termessus): pl., as a title of rank, Arch.Pap.1.220 (ii B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευέρκτης — εὐέρκτης, ὁ (Α) 1. ευεργέτης 2. πληθ. oἱ εὐέρκται τίτλος κοινωνικής τάξης. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητικός τ. τού ευεργέτης < θ. εργ + κατάλ. της] … Dictionary of Greek
εὐέρκται — εὐέρκτης masc nom/voc pl εὐέρκτᾱͅ , εὐέρκτης masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐέρκταις — εὐέρκτης masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)